αυτοσταδιη

αυτοσταδιη
    αὐτοσταδίη
    αὐτο-στᾰδίη
    ἥ (sc. μάχη) рукопашный бой Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αυτοσταδιη" в других словарях:

  • αυτοσταδίη — αὐτοσταδίη, η (Α) μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»] …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσταδίῃ — αὐτοσταδίη stand up fight fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσταδίᾳ — αὐτοσταδίαι , αὐτοσταδίη stand up fight fem nom/voc pl αὐτοσταδίᾱͅ , αὐτοσταδίη stand up fight fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»